Η μοντέρνα εποχή και ο σύγχρονος δημοκρατικός πολιτισμός είναι αλήθεια ότι έχει παραγκωνίσει τα έθιμα που τηρούνταν ευλαβικά κατά την διάρκεια περασμένων ετών . Κάθε τόπος και μια παράδοση, κάθε παράδοση και μία εικόνα. Έτσι λοιπόν προσπαθώντας να καταγράψουμε τα ιδιαίτερα έθιμα της πατρίδας μας συνοψίζουμε λίγα τα οποία αξίζει τον κόπο να αναδημοσιευτούν.
Σε μερικούς τόπους το πασχαλινό τραπέζι μένει στρωμένο για τρεις ημέρες, ενώ τα ψίχουλα που μένουν τα ρίχνουν στ' αμπέλια για να μεταδοθεί σ' αυτά αφθονία. Τα ήθη και τα έθιμα που συνοδεύουν το πασχαλινό τραπέζι είναι πολλά.
Το φαγητό τη Μεγάλη Εβδομάδα χαρακτηρίζεται από εγκράτεια και νηστεία. Οι φανατικοί πιστοί απέχουν για όλη την εβδομάδα (αν όχι για όλη τη Σαρακοστή) από το λάδι, το κρέας και όλα τα ζωικά παράγωγα, αλλά από το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου και με αποκορύφωμα το μεσημέρι του Πάσχα, το τραπέζι γεμίζει με λιχουδιές και γίνεται ο βασικός πρωταγωνιστής.
Η Μ. Πέμπτη είναι η μέρα που τιμάται ο Μυστικός Δείπνος, γίνεται η «Σταύρωση του Χριστού» στην Εκκλησία και στολίζεται όλο το βράδυ ο Επιτάφιος. Είναι ημέρα πένθους κατά την οποία σε αρκετές χώρες, συνηθίζεται να βάφονται αυγά με κόκκινο χρώμα και για αυτό το λόγο σε πολλά μέρη λέγεται και Κόκκινη Πέμπτη ή Κοκκινοπέφτη.
Τα κόκκινα αυγά συμβολίζουν το αίμα του Iησού Xριστού που έσταξε όταν τον λογχίσε ο Pωμαίος στρατιώτης στον σταυρό. Για πολλούς το τσούγκρισμα των πασχαλινών αυγών συμβολίζει την Aνάσταση, καθώς το αυγό είναι το σύμβολο της ζωής. Όταν το κέλυφός του αυγού σπάσει με το τσούγκρισμα, γεννιέται μια νέα ζωή, ενώ για άλλους συμβολίζει και το σπάσιμο του τάφου από τον Xριστό.
Από το πρωί της Μ. Πέμπτης, σε πολλά σπίτια οι γυναίκες καταγίνονται με το ζύμωμα. Ζυμώνουν τα τσουρέκια και τα πασχαλινά κουλούρια. Την ίδια μέρα φτιάχνονται και οι κουλούρες της Λαμπρής με διάφορα μυρωδικά. Τα ονόματά τους ποικίλουν ανάλογα με το σχήμα που τους δίνουν και ανάλογα με την περιοχή. Λέγονται κουτσούνες, κουζουνάκια, κοφίνια, καλαθάκια, δοξάρια, αυγούλες, Λαμπροκουλούρες. Το τσουρέκι αποτελεί για πολλούς την εξέλιξη της Λαμπροκουλούρας.
Σε πολλά σπίτια στην επαρχία αυτή την ημέρα απλώνεται κι ένα κόκκινο πανί στο μπαλκόνι ή στο παράθυρο του σπιτιού που συμβολίζει το αίμα του Χριστού, ενώ οι νοικοκυρές δεν συνηθίζουν να πλένουν, δεν απλώνουν και δεν κάνουν δουλειές στο σπίτι.
Αποκορύφωμα της μεγαλοβδομαδιάτικης νηστείας αποτελεί το «μενού» της Μ. Παρασκευής, όπου όχι μόνο επιλέγονται νηστίσιμες τροφές, αλλά χρησιμοποιείται και στα φαγητά άφθονο ξύδι, ως ένδειξη της πίστης στον Χριστό που του έδωσαν να πιει ξύδι.
Στην Κορώνη, τη Μ. Παρασκευή το πρωί, τα παιδιά με ένα σταυρό στο χέρι, γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και λένε τα πάθη του Χριστού και οι νοικοκυρές τα φιλεύουν με κουλούρια, κόκκινα αυγά ή λεφτά, ενώ στην Καστοριά, τα παιδιά παίρνουν από την εκκλησία το ξύλινο ομοίωμα περιστεριού που υπάρχει, το κρεμούν σε ένα ξύλο, το στολίζουν με λουλούδια και το περιφέρουν στα σπίτια από όπου μαζεύουν δώρα και κόκκινα αυγά.
Η ημέρα τελειώνει με την περιφορά του Επιταφίου και τη συλλογή λουλουδιών από τον στολισμό του που θεωρούνται ευλογημένα και τα οποία τοποθετούνται στο εικονοστάσι του σπιτιού ή γίνονται φυλαχτά από τους πιο παραδοσιακούς.
Αν και σύμφωνα με τη θρησκεία μας η Πρώτη Ανάσταση γιορτάζεται στην Εκκλησία το πρωί, οι περισσότεροι συνεχίζουν τη νηστεία μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα, όταν ανάβουμε τις λαμπάδες μας με το Άγιο Φως και το μεταφέρουμε στο σπίτι για να φέρουμε τύχη.
Η μαγειρίτσα είναι παραδοσιακή σούπα και αποτελεί το πρώτο πιάτο που περιέχει κρέας μετά τη νηστεία της Σαρακοστής. Μαγειρεύεται με λαχανικά, άνηθο, τα εντόσθια του αρνιού και ρύζι. Φτιαγμένη κυρίως με χορταρικά, η μαγειρίτσα είναι ό,τι πρέπει για το στομάχι που απείχε τόσες μέρες από το κρέας. Πολλοί μάλιστα, ψήνουν στον φούρνο και γαρδούμπες ή κατσικάκι με πατάτες για μεγαλύτερη ποικιλία γεύσεων.
Το σουβλιστό αρνί είναι φυσικά, ο μεγάλος πρωταγωνιστής του πασχαλινού τραπεζιού αλλά και ολόκληρης της ημέρας, καθώς απαιτούνται πολλές ώρες προετοιμασίας για να φτάσει καλοψημένο στο τραπέζι μας. Το αρνί εκτός από τον «αμνό του Θεού» της εκκλησιαστικής διδασκαλίας, συμβολίζει και τον οβελία, το αρνί του Πάσχα που θα ψηθεί με τον πατροπαράδοτο τρόπο στη σούβλα και θα φαγωθεί από όλη την οικογένεια.
Πολλοί λένε ότι το έθιμο του σουβλιστού αρνιού προέρχεται από τις παραδόσεις των Εβραίων οι οποίοι έβαφαν μάλιστα και την είσοδο των σπιτιών τους με το αίμα του θυσιαζόμενου αρνιού, κατ' αναπαράσταση της νύχτας της εξόδου από την Αίγυπτο. Το θυσιαζόμενο αρνί γινόταν «οβελίας», συμβολίζοντας τον «αμνό» του Θεού που θυσιάστηκε για την ανθρωπότητα. Στο εβραϊκό πασχαλινό τους δείπνο υπήρχαν εκτός από το κρέας, πικρά χόρτα σε ανάμνηση της πικρίας από την δουλεία στην Αίγυπτο, κρασί, αλλά και άζυμος άρτος σε υπενθύμιση της βιαστικής αναχώρησης από την Αίγυπτο.
Εκτός από το παραδοσιακό αρνί, σε πολλές περιοχές τις Ελλάδας τα έθιμα διαφοροποιούνται, με μικρές ή μεγαλύτερες αποκλίσεις. Κύριος πρωταγωνιστής όμως, σε κάθε περίπτωση παραμένει το αρνί στα ηπειρωτικά και το κατσίκι στο Αιγαίο.
Για παράδειγμα, στην Άνδρο το πασχαλινό αρνί (ενίοτε και κατσίκι) λέγεται Λαμπριάτης και γίνεται στον φούρνο γεμιστό με λαχανικά και ρύζι. Στη Νάξο θα συναντήσει κανείς το παραδοσιακό «μπατούδο», δηλαδή κατσικάκι γεμιστό με εντόσθια, λαχανικά, ρύζι, αυγά και τυρί ψημένο στο φούρνο. Το πασχαλιάτικο αρνί στη Σίφνο ψήνεται στο «μαστέλο», δηλαδή σε πήλινο δοχείο με άνηθο και ντόπιο κόκκινο κρασί, ενώ στην Κάρπαθο γίνεται πάλι στον φούρνο με ρύζι, πλιγούρι και εντόσθια.
Κάθε Ροδίτης θεωρεί καλό να σφάξει στο σπίτι του τη Λαμπρή ένα αρνί, που το λένε Πασκάτη ή Λαμπριώτη. Το παραγεμίζουν με χοντρό σιτάρι αλεσμένο στον μύλο και το ψήνουν στον φούρνο. Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και άλλα αιγαιοπελαγίτικα νησιά όπως η Σάμος, η Ικαρία και η Λέσβος, που κάνουν το αρνί ή το κατσίκι γεμιστό στο φούρνο.
Στην Κύθνο το Πάσχα γίνεται μεγάλο νησιώτικο γλέντι που συνήθως συνοδεύεται και από γάμους με παλαιά γραφικότητα. Στο γεύμα που ακολουθεί σερβίρονται τα «αληφόνια», άγρια πικροράδικα, αλλά και τα περίφημα «τσιμπητά» -μυζηθροπιτάκια με κανέλα και μέλι- ενώ στην Ήπειρο συνηθίζουν να φτιάχνουν τυρόπιτες και γαλατόπιτες. Το έθιμο του εποχικού τυριού είναι γενικότερο στην Ελλάδα και τηρείται κυρίως στα νησιά, όπου φτιάχνεται κάθε χρόνο τέτοια εποχή ένα τυρί σαν τη μυζήθρα, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή γλυκισμάτων.
Στη Βόρεια Ελλάδα, κεντρική θέση στην κουζίνα καταλαμβάνει το κρέας. Στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία για παράδειγμα συνηθίζουν να γεμίζουν αυτές τις ημέρες την αρνίσια μπόλια με εντόσθια και χόρτα και να την μαγειρεύουν με σάλτσα ντομάτας ή να την ψήνουν στον φούρνο.
Το μεγαλύτερο πασχαλινό γλέντι όμως, γίνεται στη Λειβαδιά με τους «λάκκους του κεφιού», Η Λιβαδειά φημίζεται έτσι κι αλλιώς για τις «λιχουδιές» της και ιδιαίτερα για το αρνί. Σειρές με υπαίθριες σούβλες παίρνουν θέση και όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώνονται για να τις «γυρίσουν» πίνοντας και τσιμπώντας για ώρες. Από το Μεγάλο Σάββατο ήδη, έχουν ανοιχθεί οι «λάκκοι» τους οποίους γεμίζουν με κλαδιά και την ημέρα του Πάσχα από το πρωί, το μεγαλύτερο, σε ηλικία, μέλος της οικογένειας, βάζει φωτιά με τη λαμπάδα της Ανάστασης στα κλαδιά κάτω από τον λάκκο που αντιστοιχεί στην οικογένειά του. Ενώ τα κλαδιά παίρνουν φωτιά, τα αρνιά τοποθετούνται από πάνω και το γλέντι ξεκινά. Όλη η υπόλοιπη μέρα συνεχίζεται με πολύ κρασί και ατελείωτα δημοτικά τραγούδια.
Φυσικά στο νησί μας το “κάψιμο του Ιούδα” αποτελεί ένα ξεχωριστό έθιμο, το οποίο αναβιώνει σε περιοχές της Ελλάδας κάθε Κυριακή του Πάσχα, προσελκύοντας πλήθος κόσμου που θέλει να θαυμάσει την τιμωρία του φιλάργυρου προδότη. Η διατήρηση του εθίμου μέχρι σήμερα, μπορεί να εκφράζει την έντονη ανάγκη για αποτίναξη κάθε είδους προδοσίας.
Ο “Ιούδας ο Ισκαριώτης”, που πρόδωσε τον Ιησού για “τριάντα αργύρια”, έχει γίνει το αρχέτυπο του προδότη στην δυτική τέχνη και λογοτεχνία, και μέχρι σήμερα το έθιμο του καψίματος, αναβιώνει σε πολλά μέρη ανά την Ελλάδα. Τα παλιά χρόνια, η μεταφορά του ομοιώματος γινόταν με γαϊδουράκι, υιοθετώντας έναν άκρως παραδοσιακό χαρακτήρα.
Οι παραδόσεις του λαού μας πιστεύουν ότι ακόμα και τα στοιχεία της φύσης μισούν και θέλουν να εκδικηθούν τον άνθρωπο που πρόδωσε τον Χριστό. Οι κάτοικοι της Λευκάδας πιστεύουν ότι η συκιά, το δέντρο από το οποίο είχε κρεμαστεί ο Ιούδας, “έχει ίσκιο βαρύ κι όποιος κοιμηθεί από κάτω πεθαίνει”. Το ίδιο καταραμένες θεωρούνται ότι είναι η βρωμοξυλιά, ή αλλιώς ο αζόγυρος στην Κρήτη, και οι αγριοχαρουπιές στην Αιτωλία, που λέγονται μάλιστα και “δέντρα του Ιούδα”.
.Μέχρι σήμερα, το κάψιμο του Ιούδα συναντάται με πολλές παραλλαγές σε όλη την Ελλάδα και λειτουργεί ως ένα είδος παραδειγματικής τιμωρίας της προδοσίας σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Το μυστικό της επιτυχίας του εθίμου κρύβεται στην προετοιμασία του ομοιώματος, καθώς περίπου τρεις ημέρες νωρίτερα, οι κάτοικοι φτιάχνουν τον Ιούδα από υφάσματα, άχυρα, και ξύλα, βάζοντας στα μάτια του κροτίδες, που θα τον “αποχαιρετήσουν” με τον πιο “κατάλληλο” τρόπο. Η αναπαράσταση γίνεται σε υψηλό σημείο της περιοχής, προσφέροντας στον κόσμο που παρακολουθεί, ένα εντυπωσιακό θέαμα.
Αποτελώντας ένα από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το κάψιμο του “προδότη” θεωρείται ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για το Πάσχα.
Η μαγική ατμόσφαιρα ολοκληρώνεται με την παράδοση του ομοιώματος στις φλόγες, που σηματοδοτεί παράλληλα, το τέλος της κάθαρσης της Μεγάλης Εβδομάδας. Το έθιμο του Ιούδα είναι ίσως, ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά πασχαλινά έθιμα της Ελλάδας και η μορφή, που παραδίδεται στις φλόγες κάθε Κυριακή του Πάσχα, μας κάνει να πιστεύουμε ότι παρασύρει στην πυρά οποιαδήποτε μορφή προδοσίας.. Στο Μαραθόκαμπο της Σάμου τις ημέρες του Πάσχα διατηρείται μεταξύ των άλλων και ένα παμπάλαιο έθιμο το οποίο έλκει τις ρίζες του στα χρόνια της επανάστασης του 1821.Είναι το έθιμο με τις «τουφεκιές» το οποίο εμπλουτισμένο με την ευρηματικότητα των κατοίκων στο πέρασμα των χρόνων δημιουργεί ένα εντυπωσιακότατο θέαμα κυρίως ανήμερα του Πάσχα το οποίο παρακολουθούν χιλιάδες επισκέπτες από τη Σάμο και από όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας καθώς και αρκετοί ξένοι.
Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα για το έθιμο με τις τουφεκιές , χρησιμοποιούσαν το τρουμπούν (τρομπόνι) και το σουλτάς (σουλτάδο) που ήταν παμπάλαια όπλα της επανάστασης του 1821, το τρομπόνι μάλιστα ήταν βραχύκαννο, κατ’ εξοχή ναυτικό όπλο , με πλατιά κάνη που έβαζαν πολλά βλήματα, με αυτά οι Μαραθοκαμπίτες ναυτικοί αντιμετώπιζαν τους πειρατές. Η χρήση των όπλων αυτών απαιτούσε χειρισμούς από δυνατούς άντρες, λεβέντες. Η κάθε ενορία είχε τους δικούς της τουφεκάδες, τους δικούς της λεβέντες και υπήρχε συναγωνισμός ποιοι θα έριχναν τις περισσότερες, ποιοι θα ήταν οι πιο συστηματικοί και οι συζητήσεις για τον καλύτερο της χρονιάς έδιναν και έπαιρναν για καιρό. Οι μικρότεροι έριχναν φελλούς, τρακατρούκες, αυτοσχέδια βαρελότα και κυρίως κλειδιά, ποιος μπορούσε τότε να ξεχάσει γύφτικο κλειδί στην πόρτα του, χάνονταν αμέσως ήταν περιζήτητα. Ένα κλειδί , μια πρόκα και μερικά κουτιά σπίρτα εξόπλιζε τον κάθε πιτσιρικά για το Πάσχα. Όλα αυτά τα «όπλα» χάθηκαν με το χρόνο και όσα απέμειναν τα μάζεψαν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί κατά την περίοδο της Κατοχής.
Στην προετοιμασία του θεάματος συμμετέχουν εκατοντάδες εθελοντές κάθε ηλικίας ενώ στηρίζεται οικονομικά και από δεκάδες ομογενείς του εξωτερικού . Σημερα λοιπον επιτακτικότερη προβάλλει η αναγκη διατηρησης των εθιμων μας, καθως αποτελουν αξίες που προσθέτουν στο παρόν στοιχεία από τις εθνικές μας ρίζες. Ελπίζουμε ότι με την ατομική και συλλογική προσπάθεια θα μεταδώσουμε και στις επόμενες γενιές όσα δημιούργησαν οι πρόγονοί μας.Γιατί πιστεύουμε ότι παράδοση δε σημαίνει οπισθοδρόμηση, αλλά πηγή γνώσεων, αρχών και αξιών από το παρελθόν για μια σωστή πορεία στο μέλλον.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου